αλυσωτή αντίδραση

αλυσωτή αντίδραση
Σύνολο πυρηνικών αντιδράσεων που προκύπτουν από μία αρχική αντίδραση (συνήθως πυρηνική σχάση) με τέτοιο τρόπο ώστε, αν από την αρχική δημιουργήθηκαν σε πρώτο στάδιο Κ αντιδράσεις, καθεμιά από αυτές μπορεί σε δεύτερο στάδιο να δημιουργήσει K καινούργιες αντιδράσεις κ.ο.κ. Ο αριθμός K που δείχνει πόσες αντιδράσεις είναι δυνατόν να δημιουργηθούν από μία αρχική, ονομάζεται θεωρητικός συντελεστής σχάσης και είναι πάντοτε μικρότερος από τον πραγματικό συντελεστή σχάσης Κη που δείχνει πόσες αντιδράσεις δημιουργούνται από κάθε μια αρχική στην πραγματικότητα· για παράδειγμα, η σχάση ενός πυρήνα 235U συνοδεύεται από την εκπομπή ενός, δύο ή τριών νετρονίων που μπορούν να προκαλέσουν σχάση άλλων πυρήνων 235U, αλλά τα νετρόνια αυτά δεν συμμετέχουν όλα στις νέες σχάσεις. Οι α.α. διακρίνονται σε μη ελεγχόμενες (Κη> 1), όπου η αύξηση του ρυθμού της αντίδρασης είναι υπερβολικά γρήγορη (π.χ. πυρηνικές βόμβες), σε κρίσιμες (Κη=1), όπου υπάρχει σταθερή ταχύτητα στον ρυθμό της αντίδρασης, και σε ελεγχόμενες (Kn<1), όπου ο ρυθμός της αντίδρασης ελαττώνεται και πολύ γρήγορα η αντίδραση σταματά. Στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, οι ελεγχόμενες α.α. διατηρούνται σε σταθερό ρυθμό, με τη συνεχή τροφοδότηση από βλήματα, έτσι ώστε λίγο πριν σταματήσει το αποτέλεσμα μιας αντίδρασης, η αντίδραση να ξαναρχίζει. Ο συντελεστής Κη εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά οι πιο σημαντικοί ανάμεσά τους είναι το σχήμα και η μάζα του υλικού (όσο πιο μεγάλη είναι η επιφάνεια τόσο πιο μικρός είναι o Κη, ενώ η αύξηση της μάζας αυξάνει και την τιμή του Κη), το είδος του, η χημική καθαρότητά του (η ύπαρξη προσμείξεων ελαττώνει τον Κη) και η φυσική του κατάσταση (ο Kn ελαττώνεται κατά τη μετάβαση από τη στερεά στην υγρή και από την υγρή στην αέρια κατάσταση).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • αλυσιδωτές αντιδράσεις — Ειδικός τύπος χημικών αντιδράσεων κατά τις οποίες, όταν προκληθεί μια πρώτη αντίδραση, επακολουθεί αυθόρμητα σειρά αντιδράσεων. Ο μηχανισμός αυτών των αντιδράσεων έχει μελετηθεί με βάση τη χημική κινητική. Μια τυχαία, μικρότερης σημασίας… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμη μάζα — Όρος της πυρηνικής φυσικής που δηλώνει την ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια αλυσωτή αντίδραση (ικανή να μας δώσει τη λεγόμενη πρώτη γενεά σωματιδίων). Εκτός από τον όρο κ.μ. χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… …   Dictionary of Greek

  • συγκλίνω — ΝΑ [κλίνω] κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος, ιδίως προς τα μέσα νεοελλ. 1. συγκατανεύω, συμφωνώ 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) συγκλίνων, ουσα, ον α) φυσ. (για αλυσωτή πυρηνική αντίδραση, κυρίως πυρηνική σχάση) αυτός που είναι φθίνοντος ρυθμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”